dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
αλλαγή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Veränderung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
μετατροπή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Veränderung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αλλοίωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Veränderung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
μεταβολή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Veränderung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
τροπολογία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Veränderung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)