dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
απελπισία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Verzweiflung
Ⓦ
Ⓖ
…
απόγνωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Verzweiflung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)