dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
θαυμασμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Verwunderung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
κατάπληξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Verwunderung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
απορία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Verwunderung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)