dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
προϊστάμενη πωλήσεων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Vertriebsleiterin
Ⓦ
Ⓖ
…