dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
αντιπρόσωπος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Vertreter
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
πληρεξούσιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Vertreter
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
αντικαταστάτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Vertreter
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
εκπρόσωπος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Vertreter
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
πράκτορας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Vertreter
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)