dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
ο
συμβαλλόμενος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Vertragspartner
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
συμβαλλόμενο μέρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Vertragspartner
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
δικαιούχος από σύμβαση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Vertragspartner
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)