dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
αποκρύπτω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verschweigen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αποκρύβω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verschweigen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
απόκρυψη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Verschweigen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
παρασιώπηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Verschweigen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
παρασιωπώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verschweigen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αποσιώπηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Verschweigen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αποσιωπώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verschweigen
Ⓦ
Ⓖ
…