dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
ποικιλία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Verschiedenheit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
διαφορετικότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Verschiedenheit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ποικιλομορφία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Verschiedenheit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
διάσταση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Verschiedenheit
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)