dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
λογικεύομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Vernunft annehmen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συμμορφώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Vernunft annehmen
Ⓦ
Ⓖ
…