dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
περιουσία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Vermögen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
δυνατότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Vermögen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
μπορώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vermögen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
αγαθό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Vermögen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
δύναμη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Vermögen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
τα
υπάρχοντα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Vermögen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
βίος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Vermögen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
δύναμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vermögen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)