dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
δικάσιμη μέρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Verhandlungstag
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
δικάσιμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Verhandlungstag
Ⓦ
Ⓖ
…