dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
μαραίνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verblühen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
μαρασμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Verblühen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)