dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
υποσιτισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Unterernährung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
υποτροφία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Unterernährung
Ⓦ
Ⓖ
…