dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
άγνωστος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Unbekannte
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
άγνωστη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Unbekannte
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)