dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
τρομοκρατική επίθεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Terroranschlag
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
τρομοκρατικό χτύπημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Terroranschlag
Ⓦ
Ⓖ
…