dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
συλλογικές διαπραγματεύσεις
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Tarifverhandlung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
συλλογική διαπραγμάτευση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Tarifverhandlung
Ⓦ
Ⓖ
…