dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
αρρυθμία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Störung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
διαταραχή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Störung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
λάθος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Störung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ενόχληση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Störung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
επεισόδιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Störung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
διατάραξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Störung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
παρεμβολή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Störung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
παρενόχληση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Störung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
όχληση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Störung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)