dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
αναστολή εκτελέσεως ποινής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Strafaussetzung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
αναστολή εκτελέσεως της ποινής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Strafaussetzung
Ⓦ
Ⓖ
…