dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
λιθοβόλημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Steinigung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
λιθοβολισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Steinigung
Ⓦ
Ⓖ
…