dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
το
καλώδιο τροφοδοσίας ρεύματος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Starkstromkabel
Ⓦ
Ⓖ
…