dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
κατασκοπεία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Spionage
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
κατασκοπία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Spionage
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)