dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
οικονομία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Sparsamkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
φειδώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Sparsamkeit
Ⓦ
Ⓖ
…