dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
κοινωνικός λειτουργός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Sozialarbeiter
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)