dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
σεξουαλική αγωγή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Sexualerziehung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
σεξουαλική διαπαιδαγώγηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Sexualerziehung
Ⓦ
Ⓖ
…