dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
βάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
setzen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
θέτω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
setzen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
καθίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
setzen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
τοποθετώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
setzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
θέση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Setzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ποντάρω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
setzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
στοιχειοθετώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
setzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
στοιχηματίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
setzen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)