dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
αίρεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Sekte
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
θρησκευτική αίρεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
religiöse Sekte
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
υποδοχή με σαμπάνια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Sektempfang
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
αρχηγός σέκτας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Sektenführer
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αρχηγός σέκτας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Sektenführerin
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
μέλος σέκτας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Sektenmitglied
Ⓦ
Ⓖ
…