dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
σηροτροφία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Seidenraupenzucht
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
μεταξοσκωληκοτροφία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Seidenraupenzucht
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
μεταξοπαραγωγή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Seidenraupenzucht
Ⓦ
Ⓖ
…