dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
γραφείο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schreibtisch
Ⓦ
Ⓖ
…
θρανίο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Schreibtisch
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)