dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
κορδόνι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Schnur
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
σπάγκος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Schnur
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
λουρίδα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Schnur
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
σκοινί
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Schnur
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
λώρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Schnur
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)