dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
χιονοθύελλα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Schneesturm
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
χιονοστρόβιλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schneesturm
Ⓦ
Ⓖ
…