dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
κόσμημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Schmuckstück
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
στολίδι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Schmuckstück
Ⓦ
Ⓖ
…