dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
κόσμημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schmuck
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
διάκοσμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schmuck
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
τα
διαμαντικά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schmuck
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
μπιζού
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schmuck
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
στολίδι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schmuck
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
στόλισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schmuck
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
τα
κοσμήματα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schmuck
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)