dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
κάνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schmieden
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
σφυρηλατώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schmieden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
σφυρηλάτηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Schmieden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χαλκεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schmieden
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)