dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
το
μέρος διανυκτέρευσης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Schlafgelegenheit
Ⓦ
Ⓖ
…