dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
νάρκη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Schläfrigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
νύστα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Schläfrigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
υπνηλία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Schläfrigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…