dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
χελώνα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Schildkröte
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
χελώνι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Schildkröte
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)