dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
σολομός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Salm
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ουσιαστικό
ο
ψαλμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Psalm
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αμμωνιακός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Salmiak-
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
αμμωνιακός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Salmiakgeist
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αμμωνία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Salmiakgeist
Ⓦ
Ⓖ
…
!
σαλμονέλες
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Salmonelle
Ⓦ
Ⓖ
…
!
σαλμονέλες
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Salmonellen
Ⓦ
Ⓖ
…