dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
στρογγυλαίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
runden
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ρήμα
στρογγυλεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abrunden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
για θρησκευτικούς λόγους
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aus religiösen Gründen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
αιτιολογώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
begründen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
δικαιολογώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
begründen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
θεμελιώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
begründen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ιδρύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
begründen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εδράζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
begründen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
εξακριβώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ergründen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εξονυχίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ergründen
Ⓦ
Ⓖ
…
ιδρύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gründen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βασίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gründen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
βασίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gründen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
δημιουργώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gründen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
θεμελιώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gründen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
στηρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gründen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
καταρτίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gründen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συγκροτώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gründen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εγκαθιδρύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gründen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σχηματίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gründen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
επανιδρύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
neu gründen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βασίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich gründen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
άδεια για κοινωνικούς λόγους
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Urlaub aus sozialen Gründen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
αντιρρησία συνείδησης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Verweigerung aus Gewissensgründen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
επαγγελματική μετανάστευση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Wanderung aus beruflichen Gründen
Ⓦ
Ⓖ
…