dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
οδηγός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Rennfahrer
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
οδηγός αγώνων ταχύτητας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Rennfahrer
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)