dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
καθαρισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Reinigung
Ⓦ
Ⓖ
…
καθαριστήριο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Reinigung
Ⓦ
Ⓖ
…
κάθαρση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Reinigung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
αγνισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Reinigung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
καθάρισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Reinigung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
καθαρμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Reinigung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)