dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
το
δικαίωμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Rechtsanspruch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
νόμιμο δικαίωμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Rechtsanspruch
Ⓦ
Ⓖ
…