dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
ψυχιατρική
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Psychiatrie
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
ψυχιατρείο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Psychiatrie
Ⓦ
Ⓖ
…