dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
πορνεία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Prostitution
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
εκπόρνευση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Prostitution
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)