dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
σφραγίδα ταχυδρομείου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Poststempel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ταχυδρομική σφραγίδα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Poststempel
Ⓦ
Ⓖ
…