dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
κάρτα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Postkarte
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
δελτάριο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Postkarte
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ταχυδρομικό δελτάριο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Postkarte
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
καρτ ποστάλ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Postkarte
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)