dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
πολιτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Politiker
Ⓦ
Ⓖ
…
πολιτικός άνδρας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Politiker
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
πολιτευτής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Politiker
Ⓦ
Ⓖ
…