dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
πειρατής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Pirat
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
κουρσάρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Pirat
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)