dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
θετός πατέρας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Pflegevater
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
ψυχοπατέρας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Pflegevater
Ⓦ
Ⓖ
…