dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
ιπποστάσιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Pferdestall
Ⓦ
Ⓖ
…
!
στάβλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Pferdestall
Ⓦ
Ⓖ
…