dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
πατριώτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Patriot
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
πατριδολάτρης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Patriot
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)